Ανομοιομορφία και αντιφάσεις στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αποκοπές

Τα συντάγματα δοκιμάζονται στις κρίσεις και ο θεσμός της δικαιοσύνης κρίνεται

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΥΡΑΤΣΑ*

Δε θα μπορούσε άλλωστε να μην υπάρχει απογοήτευση αλλά παράλληλα και αμφισβήτηση για την απόφαση του Αν. Δικαστηρίου από τη στιγμή που την αμφισβήτησαν τόσο οι δικαστές της μειοψηφίας του Ανωτάτου όσο και οι δικαστές του διοικητικού δικαστηρίου.  

Το Αν. Δικαστήριο εν μέσω της πανδημίας του Κορωνοϊού,  ανακοίνωσε στις 10 Απριλίου την απόφαση του, η οποία αφορούσε τους νόμους για τις αποκοπές στους μισθούς και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και έκρινε τους νόμους αυτούς  ως συνταγματικούς. Μήπως η πανδημία διευκόλυνε με κάποιο τρόπο το δικαστήριο να ανακοινώσει τη συγκεκριμένη απόφαση, ούτως ώστε να πέσει στα μαλακά;

Θυμίζουμε ότι, προτού ανακοινωθεί η απόφαση του Αν. Δικαστηρίου, επιχειρήθηκε έμμεση παρέμβαση στο δικαστικό σώμα από πολιτικούς αλλά και από στελέχη των Ομοσπονδιών του Κεφαλαίου οι οποίοι προσπαθούσαν να ασκήσουν  πίεση  με προκλητικές και απαράδεκτες δηλώσεις επί του θέματος. Περαιτέρω, ο Γ. Εισαγγελέας κάλεσε όλους να σταματήσουν  τις δημόσιες τοποθετήσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα  αφήνοντας το δικαστήριο απερίσπαστο στο έργο του. Εδώ τίθεται το ερώτημα εάν τελικά το δικαστήριο παρέμεινε ανεπηρέαστο ή όχι.

Το νομικό σκεπτικό της πλειοψηφίας του Αν. Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρχε παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας (η οποία όπως γνωρίζουμε προστατεύεται  από το άρθρο 23 του Συντάγματος),  από τη στιγμή που δεν  επηρεάστηκε ο «πυρήνας» του δικαιώματος στο μισθό  αλλά ούτε υπήρξε επηρεασμός της «αξιοπρεπούς διαβίωσης», ως εκ τούτου δεν υπήρξε καμία αντισυνταγματικότητα στους νόμους που ψήφισε τότε η Βουλή.  Το ερώτημα εδώ είναι, γιατί έχουν εισαχθεί νέες λέξεις οι οποίες δεν αναφέρονται στο σύνταγμα. Πως ερμηνεύουν τη λέξη «πυρήνα» καιποιο ποσοστό αποκοπής μπορεί να επηρεάσει τελικά τον πυρήνα;Εάν για παράδειγμα αποκοπεί το 50% του μισθού, επηρεάζεται ο πυρήνας; Από ότι φαίνεται δεν είναι σίγουρο.

Αντίθετη άποψη βέβαια είχε τόσο η μειοψηφία των δικαστών του Αν. Δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη απόφαση,  όσο και οι δικαστές του διοικητικού δικαστηρίου  όπου στις 29 Μαρτίου έκριναν τους ίδιους νόμους ως αντισυνταγματικούς.  Εδώ σας παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση του έντιμου δικαστή του Αν. Δικαστηρίου, ΝΑΘΑΝΑΗΛ Δ, ενός από τους δικαστές της μειοψηφίας «Η θεωρία περί του άθικτου του πυρήνα του δικαιώματος στο μισθό είναι ουσιωδώς αντιφατική με τις ίδιες τις πρόνοιες του Άρθρου 23, δεδομένου ότι αναγνώριση τέτοιας αρχής χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση του Συντάγματος, προσθέτει λέξεις στο συγκεκριμένο Άρθρο και αποτελεί εύσχημο τρόπο παράκαμψης των προνοιών του».

Να θυμίσουμε ότι προτού ανακοινωθεί η απόφαση, αρκετοί πολιτικοί παρέλαυναν στα τηλεοπτικά κανάλια και απειλούσαν ότι εάν η απόφαση δικαίωνε τους εργαζόμενους, θα αναγκαζόταν η βουλή να προβεί σε τροποποίηση του συντάγματος. Τελικά οι δικαστές τους έβγαλαν από τη δύσκολή θέση, αφού τώρα υπάρχει προηγούμενο (δεδικασμένο) το οποίο θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον  όταν η πολιτική ανεπάρκεια φέρει τον τόπο και πάλι σε δυσμενείς οικονομικές καταστάσεις.

Ανομοιομορφία και αντιφάσεις στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Εάν κάποιος ανατρέξει στην υπόθεση “Κουτσελίνη” (αφορούσε τις πολλαπλές συντάξεις), θα εντοπίσει αμέσως την ανομοιομορφία που υπάρχει σε αποφάσεις  παρόμοιας φύσεως.  Ενώ για αυτούς που λάμβαναν  πολλαπλές συντάξεις, το  δικαστήριο αποφάσισε ότι ο μισθός ή η σύνταξη  είναι αποκρυσταλλωμένο συνταγματικό δικαίωμα και η όποια αποκοπή ή στέρηση τους επηρεάζουν την αξιοπρεπή διαβίωση, τώρα όμως αποφασίζει με εντελώς διαφορετικό και αντιφατικό τρόπο. Το ερώτημα εδώ είναι,  εάν κάποιος απολαμβάνει τρεις συντάξεις και του αποκοπεί η μία, επηρεάζεται η αξιοπρεπής διαβίωση του, ενώ κάποιος που λαμβάνει ένα μισθό και του αποκοπεί μέρος αυτού δεν επηρεάζεται.  Γιατί τόση ανομοιομορφία στις ερμηνείες;

Η πιο πάνω ανομοιομορφία αναφέρεται και στην απόφαση του έντιμου δικαστή του Αν. Δικαστηρίου, Λίάτσου Δ, (ενός από τους δικαστές της μειοψηφίας) «Όπως και στην Κουτσελίνη (ανωτέρω), παρατηρείται και στις υπό εξέταση εφέσεις ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων, αφού η αποστέρηση δεν εδράζεται στους επιτρεπτούς από το Άρθρο 23 λόγους»

Επιπρόσθετα, σε ένα άλλο απόσπασμα της απόφασης του κ. Ναθαναήλ επίσης αναφέρεταιότι «Η χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση αποκοπή από τους μισθούς και τις συντάξεις αντιβαίνει όχι μόνο στις σαφείς λεκτικές πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος, αλλά και στο πνεύμα του εφόσον είναι πρόδηλο ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κινητής ή ακίνητης θεωρείται αναπαλλοτρίωτο πλην των περιπτώσεων που καλύπτει το ίδιο το Άρθρο 23.».

Ως εκ των ανωτέρω, δικαιολογημένα αμφισβητείται η απόφαση του Αν. Δικαστηρίου γιατί στην ουσία, πέραν πάσης αμφιβολίας παραβιάζεται το άρθρο 23 του Συντάγματος που προστατεύει τους μισθούς και τις συντάξεις. Οι δικαστές της πλειοψηφίας του Αν. Δικαστηρίου όμως αιτιολόγησαν  το αποτέλεσμα,  κάνοντας αναφορές και δίνοντας ερμηνείες οι οποίες δεν αναφέρονται και δεν προνοούνται πουθενά στο ίδιο σύνταγμα. Το Σύνταγμα όμως είναι στις κρίσεις που δοκιμάζεται. 

Το ερώτημα όμως εξακολουθεί να παραμένει, γιατί στην απόφαση της πλειοψηφίας εδόθησαν ερμηνείες και υιοθετήθηκαν λέξεις οι οποίες δεν αναφέρονται στο σύνταγμα.

Όσο για τον Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος δέχτηκε τα συγχαρητήρια από τον ΠτΔ για το σωστό χειρισμό της υπόθεσης, αναφέρω ότι το μόνο που έχει καταφέρει, είναι να κερδίσει την υπόθεση που αφορούσε τη μείωση μισθών και συντάξεων αυτών που δεν είχαν καμία ευθύνη για την οικονομική καταστροφή της Κύπρου,  ενώ από την άλλη, δεν κατάφερε να κερδίσει καμία δίκη, που αφορούσε αυτούς που προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή. Μήπως και τότε θα έπρεπε να τον είχες συγχαρεί κύριε πρόεδρε;

Όσον αφορά την ενδεχόμενη προσφυγή της Συντεχνίας μας (ΟΕΛΜΕΚ) σε ανώτερο επίπεδο,  θεωρώ ότι πρέπει έστω και για λόγους αρχής να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας υπάρχουν.

Αυτό όμως που θεωρώ άμεση και επιτακτική ανάγκη, είναι η συσπείρωση όλων των Συντεχνιών του δημόσιου τομέα, ούτως ώστε να κτιστεί ένα ενιαίο και ισχυρό μέτωπο το οποίο να είναι έτοιμο να αντιταθεί και να αποτρέψει τους όποιους μελλοντικούς σχεδιασμούς αυτών που έχει ήδη ανοίξει η όρεξη,  μετά από την απόφαση του Αν. Δικαστηρίου.

Τελειώνω με ένα απόσπασμα της απόφασης του δικαστή του Αν. Δικαστηρίου, Λίάτσου Δ, (ενός από τους δικαστές της μειοψηφίας) και τα συμπεράσματα δικά σας.

 «Είναι απολύτως κατανοητή η ανάγκη που προέκυψε, υπό το φως των δεδομένων που επικρατούσαν κατά το χρόνο ψήφισης των επίδικων νομοθετημάτων, προς οικονομική εξυγίανση. Επιτακτική όμως ήταν και η υποχρέωση πλήρους ευθυγράμμισης με τις επιταγές του υπέρτατου νόμου του Κράτους. Είναι, άλλωστε, σε εποχές κρίσης που δοκιμάζονται οι αντοχές του Συντάγματος και είναι, ακριβώς, σε τέτοιες περιόδους που οι λεκτικές αναφορές των συνταγματικών επιταγών μετουσιώνονται σε αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας του πολίτη. Ως εκ τούτου, η όποια, μέσω νόμου, οικονομική ρύθμιση όφειλε να κινείται στα πλαίσια που ο θεμελιώδης νόμος της Πολιτείας καθορίζει, προς αποφυγή αντισυνταγματικής προσβολής των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών».

*Αντιπρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητών

22/04/20

Πηγή:Paideia news

Οι παρεμβατικές συμπεριφορές της Κυβέρνησης ενόψει αποφάσεων του Αν. Δικαστηρίου

ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΜΑΥΡΑΤΣΑ*

Οι παρεμβατικές συμπεριφορές της Κυβέρνησης σχετικά με  τις επιφυλαχθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν τις μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, δημιουργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης στους πολίτες,  παρόλα αυτά, θεωρώ ότι η δικαστική εξουσία θα παραμείνει ανεπηρέαστη, ούτως ώστε να επικυρώσει ή ΟΧΙ τις πρωτόδικές αποφάσεις του διοικητικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν στις 29  Μαρτίου 2019.

Να θυμίσω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι νομοθεσίες που ψηφίστηκαν το 2012, για επιβολή  3% στο ταμείο συντάξεων,  αποκοπές των μισθών και πάγωμα των προσαυξήσεων των δημοσίων υπαλλήλων ήταν αντισυνταγματικές. Οι νόμοι αυτοί κρίθηκαν αντισυνταγματικοί γιατί παραβίαζαν το άρθρο 23 του συντάγματος που αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Περεταίρω, αντί η Πολιτεία να συμμορφωθεί,   προτίμησε να ασκήσει  έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε άρχισαν οι δημόσιες  παρεμβατικές δηλώσεις, οι οποίες αναφέρονταν στην επιβολή σκληρών και δραστικών μέτρων σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώσει για ακόμη μια φορά τους εργαζόμενους. Αυτό που επανειλημμένα δήλωναν ότι θα επιδιώξουν να επιβάλουν ως μελλοντικό μέτρο οι  Κυβερνώντες, ήταν η τροποποίηση του Συντάγματος ούτως ώστε να αναχαιτιστεί η όποια πρόνοια στο Σύνταγμα προστατεύει τους μισθούς των εργαζομένων. 

Πρόσφατα, προς τιμή του ο γενικός Εισαγγελέας του Κράτους έκανε έκκληση σε όσους έκαναν δημόσιες δηλώσεις να σταματήσουν γιατί όπως είπε  «Τέτοιες δηλώσεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν παρέμβαση ή ενδεχόμενα ασκούν πίεση επί του Δικαστηρίου που έχει επιφυλάξει την απόφαση του και πρέπει να αποφεύγονται, αφήνοντας το Δικαστήριο απερίσπαστο στο έργο του».

Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, τέτοιες συμπεριφορές  θα έπρεπε να αποφεύγονταν γιατί υποβαθμίζουν τη δικαστική εξουσία και δημιουργούν ένα κλίμα προκατάληψης. Οι πολίτες από την άλλη, πρέπει επιτέλους να σταματήσουν να δικαιολογούν τους εκάστοτε πολιτικούς, αυτούς δηλαδή που επέλεξαν για να τους εκπροσωπούν, αυτούς που τους έταξαν προεκλογικά, αυτούς που καταστρατηγούν το ίδιο το σύνταγμα του Κράτους, αυτούς που δε σέβονται  ακόμη και τις αποφάσεις των δικαστηρίων, αυτούς που τους απειλούν ότι σε περίπτωση που δικαιωθούν από το δικαστήριο, θα βρουν άλλο τρόπο να τους τα «πάρουν».

Το χειρότερο όμως είναι ότι προσπαθούν να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι «κάποιοι πεινούν» και οι δημόσιοι υπάλληλοι θέλουν και άλλα. Γίνεται μια προσπάθεια από τους «βαθύγνωμους» πολιτικούς μας,  να γεμίσουν με ενοχές τους εργαζόμενους που διεκδικούν με νόμιμο τρόπο τα δικαιώματα τους.  

Εάν κάποιοι πεινούν, ευθύνονται οι εκάστοτε κυβερνήσεις και όχι οι εργαζόμενοι. Εάν κάποιοι «πεινούν», οφείλεται στις εκάστοτε κακές πολιτικές πρακτικές που αντίκεινται στα συμφέροντα του λαού και αποσαθρώνουν τον κοινωνικό ιστό.  Οφείλεται στα οικονομικά σκάνδαλα,  στη διασπάθιση δημόσιου χρήματος και όχι στους εργαζόμενους.

Δυστυχώς στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου κυριαρχεί η φαυλοκρατία, γιατί κάθε πολιτικός ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του παραγκωνίζοντας το κοινό όφελος. Όλα αυτά όμως γίνονται με την ανοχή και τις ευλογίες των πολιτών. Γνωρίζουν πολύ καλά οι πολιτικάντηδες αυτού του τόπου ότι όταν θα έρθει η ώρα να ζητήσουν ξανά τη ψήφο του λαού, δε θα βρουν κανένα αδιέξοδο, γνωρίζουν ότι η αδαημοσύνη ορισμένων ανθρώπων είναι άνευ προηγουμένου, γνωρίζουν ότι οι κομματικές εξαρτήσεις είναι πολύ μεγάλες, ξέρουν ότι με ένα επόμενο παραμύθι θα μας ξεγελάσουν και πάλι και θα μας «μαντρίσουν», έτσι όπως μας έχουν συνηθίσει. 

Οι δημόσιοι υπάλληλοι διεκδικούν τα δικαιώματα τους με νόμιμο τρόπο και οφείλουν άπαντες να το σεβαστούν. Επομένως, οι όποιες παρεμβάσεις της Κυβέρνησης είναι τουλάχιστον πονηρές και επικίνδυνες. Πιστεύω ακράδαντα ότι τέτοιου είδους πρακτικές δε θα επηρεάσουν τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σύντομα θα τεθεί τέρμα στις αντισυνταγματικές νομοθεσίες που ισχύουν από το 2012 μέχρι σήμερα.

17/02/20

*Αντιπρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητών

Πηγή: paideia new.https://paideia-news.com/oelmek/2020/02/17/oi-parembatikes-symperifores-tis-kybernisis-enopsei-apofaseon-toy-an.-dikastirioy-17-2-20/com

Ανώνυμες καταγγελίες κατά εκπαιδευτικών

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΙΩΣΗΦ*

Εμείς οι εκπαιδευτικοί είμαστε στο απυρόβλητο;  Μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε χωρίς έλεγχο και επιπτώσεις;  Η απάντηση είναι σίγουρα ΟΧΙ. Όπως κάθε εργαζόμενος είμαστε και εμείς υπόλογοι για τις ενέργειες και τις παραλήψεις μας.  Βεβαίως στα πλαίσια αυτά δεν μπορούμε να αρνηθούμε την όποια διερεύνηση μετά από επώνυμη καταγγελία.

Εκεί όμως που αντιδρούμε και θεωρούμε ότι είναι παράλογο, άδικο, αντιδεοντολογικό, αντιεκπαιδευτικό και αντιπαραγωγικό (δεν ξέρω που να σταματήσω), είναι η διερεύνηση ανώνυμων καταγγελιών.  Κάποτε, όχι τόσο παλιά, οι ανώνυμες καταγγελίες δεν τύγχαναν διερεύνησης, έστω κι αν κάποιοι εφηύραν τους δεύτερους φακέλους.  Σήμερα παρουσιάζεται έξαρση του φαινομένου.  Όποιος νιώθει πικραμένος με κάτι σχετικά με το σχολικό περιβάλλον, μας καταγγέλλει.  Καταγγέλλονται όλοι οι Διευθυντές, Β.Δ, Καθηγητές, χωρίς διακρίσεις.  Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται.  Ναι αλλά υπάρχει και η πτυχή της ηθικής, της απόδειξης της αθωότητας, του απολογισμού και ενίοτε της ανάληψης της ευθύνης από τον καταγγέλλοντα και η απολογία.

Εδώ τι γίνεται;  Καταγγέλλεται κάποιος ανώνυμα και το Υπουργείο λέει «θα γίνει μια απλή διερεύνηση και εάν δεν ευσταθεί δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα». Βεβαίως  εάν προκύψουν λόγοι για περαιτέρω διερεύνηση η υπηρεσία θα προχωρήσει.  Τι γίνεται όμως εάν δεν προκύψει τίποτα;  Η ψυχική οδύνη και γιατί όχι, ο ψυχικός βιασμός που θα υποστεί κάποιος μ’ αυτή τη διαδικασία, σβήνει και αποσύρεται;  Σίγουρα ΟΧΙ.  Για τις ανυπόστατες καταγγελίες ποιόν θα αιτιάται ο εκπαιδευτικός, τον ανώνυμο ή ίσως την υπηρεσία που προχώρησε στα τυφλά, χωρίς ουσιαστική καταγγελία. Σε κάθε καταγγελία υπάρχει ο καταγγέλλων και ο καταγγελλόμενος, εκτός και εάν είναι αδίκημα ποινικού δικαίου (που δεν είναι) όπου καταγγέλλων είναι η Δημοκρατία και η Γενική Εισαγγελία.  Τα αδικήματα που συνήθως καταγγέλλονται οι εκπαιδευτικοί είναι πειθαρχικά και όχι ποινικού δικαίου.

Ως Δημοκρατική Κίνηση Καθηγητών (ΔΗΚΙ), καλούμε τον Υπουργό Παιδείας να εγκύψει πάνω σ’ αυτό το σοβαρό ζήτημα και να δώσει ένα τέλος, διαφορετικά θα αναγκαστούμε να εισηγηθούμε προς την οργάνωση τη λήψη μέτρων προστασίας των μελών μας.

Πρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητών

Πηγή: Paideia News

Οφείλουμε να θυμούμαστε κάποιες αλήθειες που αφορούν το συνταξιοδοτικό ζήτημα

Από την αρχή θέλω να ξεκαθαρίσω οτι προσωπικά δεν μειώνω την συνεισφορά ατόμων και κινήσεων στα σημαντικά θέματα της ΟΕΛΜΕΚ.

Όντως το συνταξιοδοτικό ήταν και παραμένει το εξόχως σοβαρό συνδικαλιστικό θέμα. Την ευθύνη για τη μη επίλυσή του την φέρει η κυβέρνηση με την παρελκυστική πορεία που έχει επιδείξει και την εμμονή της σε λύση μη αποδεκτή. Όμως οφείλουμε να θυμούμαστε κάποιες αλήθειες:

· Η ΟΕΛΜΕΚ αρχικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα κινήθηκε προς άλλες κατευθύνσεις επίλυσης του προβλήματος ( με υποδείξεις και των άμεσα ενδιαφερομένων ). Η θέση που σήμερα στηρίζει η οργάνωση, ορθά κατά γενική ομολογία, διαμορφώθηκε πρόσφατα ως αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησε μια μικρή ομάδα συναδέλφων, κυρίως εντός της ΔΗΚΙ, και της ΔΗΚΙ στα σώματα της ΟΕΛΜΕΚ.

· Τα προηγούμενα χρόνια η ΟΕΛΜΕΚ ήταν επικεντρωμένη στην αντιμετώπιση της αήθης επίθεσης που δεχτήκαμε με πρόσχημα δήθεν τον εξορθολογισμό.

· Εκείνοι που σήμερα ασκούν κριτική για ολιγωρία που ήταν τα χρόνια που είχαν την ηγεσία της οργάνωσης; Τι έκαναν; Τουλάχιστον εμείς της ΔΗΚΙ νιώθουμε με την συνείδησή μας ήσυχοι, καθότι με την ανάληψη της προεδρίας της οργάνωσης με τον Κώστα Χ´Σάββα το προβάλαμε ως το σημαντικότερο συνδικαλιστικό ζήτημα. Ο πρόεδρος της οργάνωσης ανέλαβε πρωτοβουλίες και δεν είναι αλαζονεία αν ισχυριστούμε ότι η σημερινή κινητικότητα οφείλεται σαυτή την στόχευση.

· Στο θέμα αυτό δεν είμαστε μόνοι αλλά έχουμε αρκετούς συνοδοιπόρους που δεν κινούνται όλοι προς την ίδια κατεύθυνση ( ΠΑΣΥΔΥ, ΠΟΕΔ ΟΛΤΕΚ, ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ κ.α.).

· Προεκλογικά όλοι γινόμαστε σοφότεροι και διεκδικητικότεροι. Κατανοητό. Το σημαντικό όμως είναι να συμβάλουμε όλοι ώστε να δοθεί τέλος σε αυτή την αδικία που δημιουργήθηκε για τους συναδέλφους. Εμείς ως ΔΗΚΙ κάνουμε ότι είναι δυνατό. Ας κινήσουμε όλοι τα νήματα προς αυτό που ομόφωνα συμφωνήσαμε και θα το πετύχουμε και ας είμαστε όλοι πατέρες της επιτυχίας. Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, δυστυχώς.

Ανδρέας Ιωσήφ
Πρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητων

Οι απειλές της Κυβέρνησης δεν θα επηρεάσουν τις αποφάσεις του Αν. Δικαστηρίου.

ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΜΑΥΡΑΤΣΑ*

Οι παρεμβατικές συμπεριφορές της Κυβέρνησης σχετικά με  τις επιφυλαχθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν τις μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, δημιουργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης στους πολίτες,  παρόλα αυτά, θεωρώ ότι η δικαστική εξουσία θα παραμείνει ανεπηρέαστη, ούτως ώστε να επικυρώσει ή ΟΧΙ τις πρωτόδικές αποφάσεις του διοικητικού δικαστηρίου που εκδόθηκαν στις 29  Μαρτίου 2019.

Να θυμίσω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι νομοθεσίες που ψηφίστηκαν το 2012, για επιβολή  3% στο ταμείο συντάξεων,  αποκοπές των μισθών και πάγωμα των προσαυξήσεων των δημοσίων υπαλλήλων ήταν αντισυνταγματικές. Οι νόμοι αυτοί κρίθηκαν αντισυνταγματικοί γιατί παραβίαζαν το άρθρο 23 του συντάγματος που αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Περεταίρω, αντί η Πολιτεία να συμμορφωθεί,   προτίμησε να ασκήσει  έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε άρχισαν οι δημόσιες  παρεμβατικές δηλώσεις, οι οποίες αναφέρονταν στην επιβολή σκληρών και δραστικών μέτρων σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώσει για ακόμη μια φορά τους εργαζόμενους. Αυτό που επανειλημμένα δήλωναν ότι θα επιδιώξουν να επιβάλουν ως μελλοντικό μέτρο οι  Κυβερνώντες, ήταν η τροποποίηση του Συντάγματος ούτως ώστε να αναχαιτιστεί η όποια πρόνοια στο Σύνταγμα προστατεύει τους μισθούς των εργαζομένων. 

Πρόσφατα, προς τιμή του ο γενικός Εισαγγελέας του Κράτους έκανε έκκληση σε όσους έκαναν δημόσιες δηλώσεις να σταματήσουν γιατί όπως είπε  «Τέτοιες δηλώσεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν παρέμβαση ή ενδεχόμενα ασκούν πίεση επί του Δικαστηρίου που έχει επιφυλάξει την απόφαση του και πρέπει να αποφεύγονται, αφήνοντας το Δικαστήριο απερίσπαστο στο έργο του».

Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, τέτοιες συμπεριφορές  θα έπρεπε να αποφεύγονταν γιατί υποβαθμίζουν τη δικαστική εξουσία και δημιουργούν ένα κλίμα προκατάληψης. Οι πολίτες από την άλλη, πρέπει επιτέλους να σταματήσουν να δικαιολογούν τους εκάστοτε πολιτικούς, αυτούς δηλαδή που επέλεξαν για να τους εκπροσωπούν, αυτούς που τους έταξαν προεκλογικά, αυτούς που καταστρατηγούν το ίδιο το σύνταγμα του Κράτους, αυτούς που δε σέβονται  ακόμη και τις αποφάσεις των δικαστηρίων, αυτούς που τους απειλούν ότι σε περίπτωση που δικαιωθούν από το δικαστήριο, θα βρουν άλλο τρόπο να τους τα «πάρουν».

Το χειρότερο όμως είναι ότι προσπαθούν να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι «κάποιοι πεινούν» και οι δημόσιοι υπάλληλοι θέλουν και άλλα. Γίνεται μια προσπάθεια από τους «βαθύγνωμους» πολιτικούς μας,  να γεμίσουν με ενοχές τους εργαζόμενους που διεκδικούν με νόμιμο τρόπο τα δικαιώματα τους.  

Εάν κάποιοι πεινούν, ευθύνονται οι εκάστοτε κυβερνήσεις και όχι οι εργαζόμενοι. Εάν κάποιοι «πεινούν», οφείλεται στις εκάστοτε κακές πολιτικές πρακτικές που αντίκεινται στα συμφέροντα του λαού και αποσαθρώνουν τον κοινωνικό ιστό.  Οφείλεται στα οικονομικά σκάνδαλα,  στη διασπάθιση δημόσιου χρήματος και όχι στους εργαζόμενους.

Δυστυχώς στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου κυριαρχεί η φαυλοκρατία, γιατί κάθε πολιτικός ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του παραγκωνίζοντας το κοινό όφελος. Όλα αυτά όμως γίνονται με την ανοχή και τις ευλογίες των πολιτών. Γνωρίζουν πολύ καλά οι πολιτικάντηδες αυτού του τόπου ότι όταν θα έρθει η ώρα να ζητήσουν ξανά τη ψήφο του λαού, δε θα βρουν κανένα αδιέξοδο, γνωρίζουν ότι η αδαημοσύνη ορισμένων ανθρώπων είναι άνευ προηγουμένου, γνωρίζουν ότι οι κομματικές εξαρτήσεις είναι πολύ μεγάλες, ξέρουν ότι με ένα επόμενο παραμύθι θα μας ξεγελάσουν και πάλι και θα μας «μαντρίσουν», έτσι όπως μας έχουν συνηθίσει. 

Οι δημόσιοι υπάλληλοι διεκδικούν τα δικαιώματα τους με νόμιμο τρόπο και οφείλουν άπαντες να το σεβαστούν. Επομένως, οι όποιες παρεμβάσεις της Κυβέρνησης είναι τουλάχιστον πονηρές και επικίνδυνες. Πιστεύω ακράδαντα ότι τέτοιου είδους πρακτικές δε θα επηρεάσουν τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σύντομα θα τεθεί τέρμα στις αντισυνταγματικές νομοθεσίες που ισχύουν από το 2012 μέχρι σήμερα.

*Αντιπρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητών

πηγή: paideia new