Το Νέο Σχέδιο Αξιολόγησης Εκπαιδευτικών: Αναξιοκρατικό και πολύ αυταρχικό

Ανέκαθεν οι εκπαιδευτικοί ήταν θετικοί για τη δημιουργία ενός Νέου Σχεδίου Αξιολόγησης, το οποίο να είναι πιο σύγχρονο, πιο δίκαιο, αξιοκρατικό και όχι ισοπεδωτικό όπως αυτό που προτείνεται από το ΥΠΑΝ.

Στα πρώτα δύο στάδια της πρότασης που μας έχει μέχρι στιγμής παρουσιάσει το ΥΠΑΝ, εντοπίσαμε αρκετές ασάφειες και υπάρχουν αρκετές διαφωνίες σε  βασικές αρχές, με τις οποίες η Οργάνωση μας διαφωνούσε διαχρονικά.

Εκ πρώτης όψεως, τόσο το Α΄ στάδιο που αφορά Αντικαταστάτες,  συμβασιούχους και μόνιμους επί δοκιμασία εκπαιδευτικούς,  όσο και το Β στάδιο που αφορά μόνιμους Εκπαιδευτικούς,  φαίνεται ότι θα λειτουργήσουν περισσότερο ως ένα αυταρχικό εργαλείο τιμωρίας των Εκπαιδευτικών με μηχανιστική προσέγγιση, δημιουργώντας ένα κλίμα έντονης ανασφάλειας, παρά ως ένα αναπτυξιακό και υποστηρικτικό εργαλείο, το οποίο να ικανοποιεί  τους παιδαγωγικούς στόχους. 

Πιο κάτω, παρουσιάζονται κάποιες πτυχές του  Β΄ ΣΤΑΔΙΟΥ  της πρότασης που αφορά μόνιμους Εκπαιδευτικούς.

Όσον αφορά τη διαμορφωτική αξιολόγηση, εισάγεται το “Πρόγραμμα Συνεχούς Επαγγελματικής Μάθησης” και θα επιτυγχάνεται με:
Α) Καταρτισμό και υλοποίηση σχεδίου δράσης ετήσιας διάρκειας
Β) Καταρτισμό και υλοποίηση ΑΤΟΜΙΚΟΥ σχεδίου δράσης διετούς διάρκειας σε επίπεδο
εκπαιδευτικού.
Ο/Η εκπαιδευτικός θα πρέπει να συμπληρώσει 50 συνολικά ώρες υποχρεωτικής επαγγελματικής
μάθησης ανά διετία (α) Κεντρικές επιμορφωτικές δράσεις, β) Ενδοσχολική επαγγελματική μάθηση,
γ)Συνεργατικά σχήματα επαγγελματικής μάθησης (δίκτυα).
Συντονιστές υλοποίησης των προγραμμάτων θα είναι οι Β.Δ.Α και υπεύθυνοι εποπτείας της
υλοποίησης θα είναι οι Διευθυντές και οι Επιθεωρητές. 

Εάν αναλογιστούμε ότι τα καθήκοντα των Β.Δ.Α και των Διευθυντών θα αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό, πουθενά δεν αναφέρεται εάν θα αυξηθούν οι θέσεις διευθυντών και Β.Δ.Α, ή εάν θα υπάρξει μείωση διδακτικού χρόνου(στους Β.Δ.Α), προκειμένου να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα νέα επιπρόσθετα καθήκοντα. Εκτός των άλλων, τα πιο πάνω δηλώνουν υποκειμενικότητα μίας τυποποιημένης διαδικασίας, υπερβολικά γραφειοκρατικής και φορτισμένης από ασαφείς και ανεφάρμοστες απαιτήσεις οι οποίες ανοίγουν το δρόμο για περισσότερες μεροληπτικές τάσεις παρά διαφανείς και αξιοκρατικές πρακτικές. Μία πρόταση εντελώς ανεδαφική η οποία αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα των σχολείων μας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ένα σύστημα που στο τέλος θα οδηγήσει σε ψυχολογική και σωματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών και θα επικεντρώνεται περισσότερο στις διαδικασίες παρά στα μαθησιακά αποτελέσματα.

Η αριθμητική αξιολόγηση, θα αρχίζει όπως αναφέρεται, από τον όγδοο(8) χρόνο υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένης της υπηρεσίας σε θέση αντικαταστάτη, συμβασιούχου και επί δοκιμασία) και στη συνέχεια ανά τριετία.  
Τα κριτήρια αξιολόγησης θα είναι:
Α)Επαγγελματική Γνώση και Ανάπτυξη
Β)Διδακτική Παιδαγωγική Επάρκεια (Θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για τους ΜΟΝΙΜΟΥΣ Εκπαιδευτικούς)
Γ)Δεξιότητες στην Οργάνωση, διοίκηση και Επικοινωνία
Δ)Επαγγελματική Υπευθυνότητα και Συμπεριφορά

Η αξιολόγηση θα γίνεται με κλίμακα από το ένα (1) μέχρι το εκατό (100) χωρίς να διευκρινίζονται τα ποσοστά βαρύτητας κάθε κριτηρίου, ούτε με ποιο τρόπο θα γίνεται η αναπροσαρμογή των υφιστάμενων σημερινών βαθμολογιών που κατέχουν οι εκπαιδευτικοί. Εδώ να πούμε ότι με αυτό τον τρόπο αυξάνεται το εύρος της αριθμητικής βαθμολογίας, κάτι που ενδεχομένως να προκαλέσει περισσότερες ανησυχίες όσον αφορά τις «ευνοϊκές» αξιολογήσεις.
Την ευθύνη για την αξιολόγηση όπως αναφέρει το σχέδιο θα την έχουν από κοινού οι Διευθυντές και οι Επιθεωρητές λαμβάνοντας υπόψη τα πιο κάτω:
Παρατήρηση διδασκαλίας, προγραμματισμό, αρχείο αξιολογήσεων, εργασίες μαθητών, συνέντευξη με τους εκπαιδευτικούς, αυτοαξιολόγηση, παρακολούθηση σεμιναρίων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τις διευθύνσεις Εκπαίδευσης, άλλους φορείς.

Η εισαγωγή νέων καθηκόντων για τους διευθυντές στο πλαίσιο του νέου σχεδίου αξιολόγησης, εγείρει σοβαρές ανησυχίες για το κατά πόσο θα μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς τόσο στις πρόσθετες ευθύνες όσο και στις ήδη υπάρχουσες διοικητικές τους υποχρεώσεις. Να μην ξεχνούμε ότι οι διευθυντές είναι ήδη επιφορτισμένοι με μια πληθώρα αρμοδιοτήτων, όπως: οργάνωση του σχολικού προγράμματος, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, επικοινωνία με τους γονείς και άλλους φορείς, επίλυση καθημερινών προβλημάτων που προκύπτουν στη λειτουργία του σχολείου κ.α.

Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι  ο ρόλος των Διευθυντών ενισχύεται επικίνδυνα,  εκτός από την  ήδη σημαντική διοικητική εξουσία, αποκτούν ηγεμονική δυναμική, αφού  θα καλούνται από κοινού  πλέον με τους επιθεωρητές να αξιολογούν τους συναδέλφους τους. Εδώ τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα. Πώς είναι δυνατό άτομα που ενδεχομένως να μην επιλέχθηκαν με αξιοκρατικά κριτήρια, αφού έχουν προαχθεί με το παλιό σύστημα το οποίο δεν είναι τόσο αξιοκρατικό, να κληθούν να αξιολογήσουν το έργο άλλων εκπαιδευτικών. Παρόλα αυτά, να σημειώσω ότι υπάρχουν άριστοι διευθυντές με ηγετικές ικανότητες, άριστη διοικητική επάρκεια, με οργανωτικές δεξιότητες, οι οποίοι εμπνέουν εμπιστοσύνη εφαρμόζοντας δίκαιες πρακτικές, από την άλλη όμως, υπάρχουν διευθυντές που δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά και οι όποιες αδυναμίες τους πιθανόν να έχουν αντίχτυπο στην αξιοκρατία.

Ο έντονος ανταγωνισμός καθώς και ο φόβος της αρνητικής αξιολόγησης από ένα Διευθυντή ενδεχομένως να επηρεάσει την ελευθερία απόψεων των Εκπαιδευτικών οδηγώντας τους σε σιωπηλή υποταγή. Όταν η διαδικασία της αξιολόγησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των  διευθυντών, οι «καλές» και «φιλικές» σχέσεις μαζί τους πιθανόν να αντιμετωπιστούν με επιείκεια ή ακόμα και με ευνοϊκότερες αξιολογήσεις, ακόμα και αν δεν πληρούν τα ίδια κριτήρια με τους συναδέλφους τους.

Αναφέρεται επίσης ότι θα περνούν με επιτυχία την αξιολόγηση όσοι συγκεντρώσουν ίσο ή μεγαλύτερο του 50% της συνολικής βαθμολογίας στους τομείς της αξίας, νοουμένου ότι η βαθμολογία του σε κάθε ένα από τους επιμέρους τομείς είναι τουλάχιστο ίση με 40% και όσοι αποτυγχάνουν θα μπαίνουν σε πρόγραμμα στήριξης.

Μέχρι σήμερα, οι ενστάσεις των αξιολογήσεων εξετάζονται από τους ίδιους τους αξιολογητές. Στο προτεινόμενο σχέδιο γίνεται αναφορά στη δημιουργία δευτεροβάθμιου σώματος ενστάσεων των αξιολογήσεων όπου αυτοί που θα εξετάζουν τις ενστάσεις δεν θα είναι τα ίδια πρόσωπα που θα αξιολογούν. Ωστόσο, εφόσον δεν διευκρινίζεται από ποιους θα απαρτίζεται αυτό το σώμα, προκύπτει ένα ζήτημα διαφάνειας και αξιοπιστίας. Αν το σώμα αυτό θα αποτελείται από επιθεωρητές ακόμη και αν δεν είναι τα ίδια πρόσωπα που έχουν αρχικά αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς, ελλοχεύει ο κίνδυνος αλληλοϋποστήριξης, δημιουργώντας ένα «κλειστό κύκλο» επιρροών.

Να θυμίσω ότι η πάγια θέση της Οργάνωσης μας είναι η δημιουργία δευτεροβάθμιου σώματος ενστάσεων, του οποίου η σύνθεση να αποτελείται από  πρώην δικαστικό διοικητικού δικαίου, ένα ακαδημαϊκό με παιδαγωγικές γνώσεις και ένα πρώην στέλεχος του ΥΠΑΝ με παιδαγωγικές γνώσεις, για να επιτυγχάνεται η αμερόληπτη κρίση και να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια και αμεροληψία. 

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στην  εισαγωγή του υποχρεωτικού προγράμματος στήριξης
Όπως αναφέρεται στο προτεινόμενο σχέδιο, θα επισημαίνονται οι αδυναμίες από τους διευθυντές και Β.Δ.Α. καθώς επίσης θα ενημερώνονται  και οι επιθεωρητές. Θα διαμορφώνεται πρόγραμμα καθοδήγησης (Παρακολούθηση διδασκαλιών συναδέλφων, συναντήσεις με Επιθεωρητές, παροχή υποστηρικτικού υλικού, ετοιμασία σχεδίων μαθήματος, φύλλα εργασίας, και εξεταστικά δοκίμια, και πραγματοποίηση διδασκαλιών) καθώς θα τηρείται αρχείο.

Κατά τη διάρκεια τριών μέχρι έξι μήνες, εάν ένας εκπαιδευτικός κριθεί ανεπαρκής, θα παραπέμπεται στην ΕΕΥ με εισήγηση για  τερματισμό απασχόλησης. Το οξύμωρο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι,  αρμόδιο σώμα για τυχόν ενστάσεις θα είναι η ΕΕΥ, δηλαδή το ίδιο σώμα το οποίο θα παίρνει την απόφαση για την απόλυση των εκπαιδευτικών.  Αυτό θα δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχούς πίεσης και υποτίμησης του ρόλου τους, καλλιεργώντας το αίσθημά του φόβου και της ανασφάλειας. 

Η  προτεραιότητα των εκπαιδευτικών στο προτεινόμενο σχέδιο μετατοπίζεται από το να εμπνέουν και να διδάσκουν τους μαθητές τους, στο να διασφαλίζουν την επιβίωση τους στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Αντί να εστιάζονται στις ανάγκες των μαθητών, θα βρίσκονται σε ένα συνεχή αγώνα για να ανταποκριθούν σε αυστηρά και τυποποιημένα και ανούσια κριτήρια, γεγονός που θα αποδυναμώσει την αυθεντική διδασκαλία και θα στερήσει από τους μαθητές την ευκαιρία για ουσιαστική μάθηση.

Στο τέλος, οι εκπαιδευτικοί θα αναγκαστούν  να επιλέξουν μονοδιάστατες μεθόδους που θα τους βοηθούν απλά να “περάσουν” με επιτυχία την αξιολόγηση, στερώντας από τους μαθητές μια πιο δημιουργική και πολυδιάστατη εμπειρία μάθησης. 

Παρατηρούμε ότι, ο μεγάλος όγκος των εργασιών που καλούνται να διεκπεραιώσουν οι εκπαιδευτικοί εκτός της διδακτικής αίθουσας αφαιρείται ουσιαστικά από τον χρόνο που θα μπορούσαν να αφιερώσουν στους μαθητές και στη βελτίωση των μαθημάτων τους. Αντί δηλαδή να επικεντρωθούν στο εκπαιδευτικό τους έργο, καλούνται να επενδύσουν σε διαδικασίες που δεν προσφέρουν πραγματικά πλεονεκτήματα στους μαθητές. Διαδικασίες που λειτουργούν ως αντικίνητρο για τους εκπαιδευτικούς τόσο για την καινοτομία όσο και για τον αυθορμητισμό στη διδασκαλία, αποθαρρύνοντας ταυτόχρονα τη δημιουργικότητα και υπονομεύοντας την αυτονομία τους. 

 Αν κρίνουμε από τα πιο πάνω, τα οποία  αναφέρονται στο Β΄ στάδιο του σχεδίου της αξιολόγησης, μπορούμε εύκολά να αντιληφθούμε τι θα ακολουθήσουν στα επόμενα στάδια. 

Εν κατακλείδι, όλα αυτά  δεν επιβαρύνουν μόνο τους εκπαιδευτικούς αλλά και τους μαθητές οι οποίοι κινδυνεύουν να στερηθούν μία ζωντανή και δημιουργική εκπαιδευτική εμπειρία. Το ζήτημα δεν είναι απλά να αλλάξει το σύστημα αξιολόγησης, αλλά να γίνει πιο αξιοκρατικό από το υφιστάμενο.

Στην τελευταία συνάντηση που είχαμε με την Υπουργό Παιδείας για το σχέδιο αξιολόγησης, στις 20 Νοεμβρίου, δώσαμε γραπτώς τους προβληματισμούς μας ως ΟΕΛΜΕΚ και ζητήσαμε όπως μας παρουσιαστεί ένα συνολικό σχέδιο αξιολόγησης συνοδευόμενο από το οικονομικό παράρτημα για να μπορέσουμε να τοποθετηθούμε επί της συνολικής πρότασης.

Το συγκεκριμένο σχέδιο αξιολόγησης δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από την Οργάνωση μας και αναμένουμε από την Υπουργό Παιδείας να αφουγκραστεί τις ανησυχίες μας, να λάβει σοβαρά υπόψη τις προτάσεις και τις επιφυλάξεις της Οργάνωσης μας και να επανεξετάσει όλες τις πτυχές του Νέου Σχεδίου Αξιολόγησης με στόχο τη διασφάλιση της αμεροληψίας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας, της αξιοκρατίας και όχι των εντυπώσεων.

Αντρέας Μαυράτσας/Αντιπρόεδρος ΟΕΛΜΕΚ – Αντιπρόεδρος ΔΗΚΙ Καθηγητών

Πατήστε τον πιο κάτω σύνδεσμο για να δείτε τις παρατηρήσεις μας για το Α΄ Στάδιο Αξιολόγησης που προτάθηκε από το ΥΠΑΝ που αφορά Αντικαταστάτες, Συμβασιούχους και Μόνιμους επί Δοκιμασία Εκπαιδευτικούς, πριν από το στάδιο της μονιμοποίησης

Παρατηρήσεις για το Α Στάδιο Αξιολόγησης

Share